- νικητηρίων
- νῑκητηρίων , νικητήριοςbelonging to a conquerorfem gen plνῑκητηρίων , νικητήριοςbelonging to a conquerormasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πέμψη — η / πέμψις, ΝΑ [πέμπω] 1. η ενέργεια τού πέμπω, αποστολή, στάλσιμο («ἀπὸ τῆς πέμψιος τοῦ κήρυκος», Ηρόδ.) 2. φρ. «ἡ πέμψις τῶν νικητηρίων» θριαμβευτική πομπή … Dictionary of Greek